- αθύμητος
- η , ο1) забытый; 2) о котором не стоит вспоминать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθύμητος — η, ο [θυμούμαι] αυτός που κανείς πια δεν θυμάται ή δεν θέλει να θυμάται, λησμονημένος, ξεχασμένος … Dictionary of Greek
αθύμητος — η, ο αυτός που δεν πρέπει να τον θυμάται κανείς: Αθύμητα να είναι τα χρόνια της Κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθύμιστος — η, ο [θυμίζω] ο αθύμητος … Dictionary of Greek